- προθυραία
- προθυραίᾱ , προθύραιοςbefore the doorfem nom/voc/acc dualπροθυραίᾱ , προθύραιοςbefore the doorfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθύραια — προθύραιος before the door neut nom/voc/acc pl προθύραιος before the door neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυραίας — προθυραίᾱς , προθύραιος before the door fem acc pl προθυραίᾱς , προθύραιος before the door fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθύραιος — αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά στη θύρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθυραία προσωνυμία τής Αρτέμιδος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθύραιος προσωνυμία τής Εκάτης 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προθύραια ο χώρος μπροστά από τη θύρα, τα… … Dictionary of Greek